- υαλοχροος
- ὑαλόχροοςὑᾰλό-χροος2(ῡ) гладкий или прозрачный как стекло
(μηλοῦχος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(μηλοῦχος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υαλόχρους — ουν, ΝΑ, και ασυναίρ. τ. ὑαλόχροος, οον, Α (λόγιος τ.) αυτός που έχει το χρώμα τής διαφανούς υάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος + χρους (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. χρυσό χρους) … Dictionary of Greek